κυνήγιον

κυνήγιον
κυνήγιον
hunt
neut nom/voc/acc sg
κυνηγέω
hunt
imperf ind act 3rd pl (doric)
κυνηγέω
hunt
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυνηγίοις — κυνήγιον hunt neut dat pl κυνηγέω hunt pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγίου — κυνήγιον hunt neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγίων — κυνήγιον hunt neut gen pl κυνηγέω hunt pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγίῳ — κυνήγιον hunt neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγια — κυνήγιον hunt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • προκυνήγιον — τὸ, Α η προκυνηγία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κυνήγιον (< κυνηγός)] …   Dictionary of Greek

  • ՈՐՍ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0538 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. κυνήγεσις, κυνήγιον venatio. մանաւանդ θήρα , θήρευμα, θήραμα, ἅγρα . իսկ Որս ձկանց՝ ասի եւ captura, piscatio. Ըմբռնումն էրէոց թռչնոց եւ ձկանց …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κυνηγίωι — κυνηγίῳ , κυνήγιον hunt neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”